- Ἀγάστροφος
- Ἀγάστροφος: a Trojan, Il. 11.338.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Ἀγάστροφος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγαστρόφου — Ἀγάστροφος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγάστροφον — Ἀγάστροφος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)